Sailing to Byzantium
I
That is no country for old men. The young
In one another's arms, birds in the trees
– Those dying generations – at their song,
The salmon-falls, the mackerel-crowded seas,
Fish, flesh, or fowl, commend all summer long
Whatever is begotten, born, and dies.
Caught in that sensual music all neglect
Monuments of unageing intellect.
II
An aged man is but a paltry thing,
A tattered coat upon a stick, unless
Soul clap its hands and sing, and louder sing
For every tatter in its mortal dress,
Nor is there singing school but studying
Monuments of its own magnificence;
And therefore I have sailed the seas and come
To the holy city of Byzantium.
III
O sages standing in God's holy fire
As in the gold mosaic of a wall,
Come from the holy fire, perne in a gyre,
And be the singing-masters of my soul.
Consume my heart away; sick with desire
And fastened to a dying animal
It knows not what it is; and gather me
Into the artifice of eternity.
IV
Once out Of nature I shall never take
My bodily form from any natural thing,
But such a form as Grecian goldsmiths make
Of hammered gold and gold enamelling
To keep a drowsy Emperor awake;
Or set upon a golden bough to sing
To lords and ladies of Byzantium
Of what is past, or passing, or to come.
Ανοίγοντας Πανιά για το Βυζάντιο
Δεν ειν' ο τόπος αυτός για γέρους´
Οι νιοι αγκαλιασμένοι, τα πουλιά στις φυλλωσιές,
Με κάθε τους τραγούδι τούτες οι θνητές γενιές –
Κοπάδια σολομών στους καταρράχτες,
Θάλασσες μεστές απ' των σκουμπριών τις ράχες,
Ψάρι, σάρκα, πτηνό—όσο το θέρος βαστά, υμνούν
Σπορά, γέννα και θάνατο.
Στ' αγκίστρι της λάγνας μουσικής ολ' αμελούν
Τα μνημεία του αγέραστου νου.
Aνθρωπος γερασμένος πράμα ουτιδανό,
Κρεμασμένο σε βέργα κουρελιασμένο παλτό, εκτός αν
Η ψυχή τις παλάμες της κροτήσει και δυνατότερα τραγουδήσει
Για κάθε κουρέλι στη θνητή της φορεσιά´
Ωδείο εκεί δεν υπάρχει, μα μελέτη μνημείων του δικού της μεγαλείου.
Έτσι κι εγώ τις θάλασσες ταξίδεψα και ήρθα
Στην ιερή πόλη του Βυζαντίου.
Ω σοφοί ολόρθοι μες στου Θεού την άγια φωτιά
Ως πάνω στου τοίχου τα χρυσά ψηφιδωτά,
Απ' την άγια φωτιά ελάτε, σε σπείρα κατέλθετε ως σ' αδράχτι
Και γίνετε της ψυχής μου μουσουργοί!
Αναλώστε την καρδιά μου´ από πόθο πάσχει κι άχτι
Δεμένη σε ζώο που ψυχορραγεί–
Οὐ γάρ οἴδεν τί ἐστί –
Και παραδώστε με στης αιωνιότητας τα τεχνήματα.
Όταν πια έξω από τη φύση θα 'μαι εκεί,
Δεν θα πάρω μορφή σε πράγμα ενσαρκωμένο,
Μα μορφή που φτιάχνουν χρυσοχόοι Γρεκοί
Από χρυσό σφυρήλατο και σμάλτο μαλαματένιο
Για να κρατά νυσταλέον Αυτοκράτορα αγρυπνισμένο,
Ή σε χρυσαφένιο κλωνάρι ενθρονισμένος να τραγουδώ
Σ' άρχοντες κι αρχόντισσες του Βυζαντίου,
Για όσα έγιναν, γίνονται και για τα μελλούμενα.
Sailing to Byzantium
I
That is no country for old men. The young
In one another's arms, birds in the trees
– Those dying generations – at their song,
The salmon-falls, the mackerel-crowded seas,
Fish, flesh, or fowl, commend all summer long
Whatever is begotten, born, and dies.
Caught in that sensual music all neglect
Monuments of unageing intellect.
II
An aged man is but a paltry thing,
A tattered coat upon a stick, unless
Soul clap its hands and sing, and louder sing
For every tatter in its mortal dress,
Nor is there singing school but studying
Monuments of its own magnificence;
And therefore I have sailed the seas and come
To the holy city of Byzantium.
III
O sages standing in God's holy fire
As in the gold mosaic of a wall,
Come from the holy fire, perne in a gyre,
And be the singing-masters of my soul.
Consume my heart away; sick with desire
And fastened to a dying animal
It knows not what it is; and gather me
Into the artifice of eternity.
IV
Once out Of nature I shall never take
My bodily form from any natural thing,
But such a form as Grecian goldsmiths make
Of hammered gold and gold enamelling
To keep a drowsy Emperor awake;
Or set upon a golden bough to sing
To lords and ladies of Byzantium
Of what is past, or passing, or to come.
Ανοίγοντας Πανιά για το Βυζάντιο
Δεν ειν' ο τόπος αυτός για γέρους´
Οι νιοι αγκαλιασμένοι, τα πουλιά στις φυλλωσιές,
Με κάθε τους τραγούδι τούτες οι θνητές γενιές –
Κοπάδια σολομών στους καταρράχτες,
Θάλασσες μεστές απ' των σκουμπριών τις ράχες,
Ψάρι, σάρκα, πτηνό—όσο το θέρος βαστά, υμνούν
Σπορά, γέννα και θάνατο.
Στ' αγκίστρι της λάγνας μουσικής ολ' αμελούν
Τα μνημεία του αγέραστου νου.
Aνθρωπος γερασμένος πράμα ουτιδανό,
Κρεμασμένο σε βέργα κουρελιασμένο παλτό, εκτός αν
Η ψυχή τις παλάμες της κροτήσει και δυνατότερα τραγουδήσει
Για κάθε κουρέλι στη θνητή της φορεσιά´
Ωδείο εκεί δεν υπάρχει, μα μελέτη μνημείων του δικού της μεγαλείου.
Έτσι κι εγώ τις θάλασσες ταξίδεψα και ήρθα
Στην ιερή πόλη του Βυζαντίου.
Ω σοφοί ολόρθοι μες στου Θεού την άγια φωτιά
Ως πάνω στου τοίχου τα χρυσά ψηφιδωτά,
Απ' την άγια φωτιά ελάτε, σε σπείρα κατέλθετε ως σ' αδράχτι
Και γίνετε της ψυχής μου μουσουργοί!
Αναλώστε την καρδιά μου´ από πόθο πάσχει κι άχτι
Δεμένη σε ζώο που ψυχορραγεί–
Οὐ γάρ οἴδεν τί ἐστί –
Και παραδώστε με στης αιωνιότητας τα τεχνήματα.
Όταν πια έξω από τη φύση θα 'μαι εκεί,
Δεν θα πάρω μορφή σε πράγμα ενσαρκωμένο,
Μα μορφή που φτιάχνουν χρυσοχόοι Γρεκοί
Από χρυσό σφυρήλατο και σμάλτο μαλαματένιο
Για να κρατά νυσταλέον Αυτοκράτορα αγρυπνισμένο,
Ή σε χρυσαφένιο κλωνάρι ενθρονισμένος να τραγουδώ
Σ' άρχοντες κι αρχόντισσες του Βυζαντίου,
Για όσα έγιναν, γίνονται και για τα μελλούμενα.