Solomon and the Witch
And thus declared that Arab lady:
'Last night, where under the wild moon
On grassy mattress I had laid me,
Within my arms great Solomon,
I suddenly cried out in a strange tongue
Not his, not mine.'
Who understood
Whatever has been said, sighed, sung,
Howled, miau-d, barked, brayed, belled,
yelled, cried, crowed,
Thereon replied: 'A cockerel
Crew from a blossoming apple bough
Three hundred years before the Fall,
And never crew again till now,
And would not now but that he thought,
Chance being at one with Choice at last,
All that the brigand apple brought
And this foul world were dead at last.
He that crowed out eternity
Thought to have crowed it in again.
For though love has a spider's eye
To find out some appropriate pain –
Aye, though all passion's in the glance –
For every nerve, and tests a lover
With cruelties of Choice and Chance;
And when at last that murder's over
Maybe the bride-bed brings despair,
For each an imagined image brings
And finds a real image there;
Yet the world ends when these two things,
Though several, are a single light,
When oil and wick are burned in one;
Therefore a blessed moon last night
Gave Sheba to her Solomon.'
'Yet the world stays.'
'If that be so,
Your cockerel found us in the wrong
Although he thought it worth a crow.
Maybe an image is too strong
Or maybe is not strong enough.'
'The night has fallen; not a sound
In the forbidden sacred grove
Unless a petal hit the ground,
Nor any human sight within it
But the crushed grass where we have lain;
And the moon is wilder every minute.
O! Solomon! let us try again.'
Ο Σολομώντας και η Μάγισσα
(από τη συλλογή Ο Μάικλ Ρομπάρτες και η Χορεύτρια [1921])
Και τότε η Κυρά από την Αραβία τάυτα ανήγειλε:
“Έψες τη νύχτα, σαν κάτω απ' τ' άγριο το φέγγάρι
Πάνω σε στρώμα από χορτάρι ξάπλωσα
Και πήρα στην αγκαλιά μου τον Μέγα Σολομώντα,
Ξάφνου σε γλώσσα παράξενη λάλησα,
Ούτε δική μου, μα ούτε και δική του.”
Κείνος που κατάλαβε
Καθέναν που μίλησε, στέναξε, τραγούδησε,
Αλύχτησε, γαύγισε, νιαούρισε,
Γκάριξε, έκρωξε, κουδούνισε,
Φώναξε κι έκλαψε, κραύγασε κι υλάκτησε,
Αυτός και αποκρίθηκε:
“Μικρός αλέκτωρ λάλησε πάνω στο κλωνάρι μηλιάς μεστής απ' άνθη
Τριακόσια χρόνια πριν από την Πτώση.
Κι από τότε δεν ξαναλάλησε, ίσαμε τώρα,
Και δεν θα λαλούσε αν δεν πίστευε πως ηρθ' η ώρα
Πια σε ολότητα να έλθουν Σύμπτωση κι Επιλογή,
Κι όλα όσα έφερε η μηλιά η ληστρική
Μα και τούτος ο σάπιος κόσμος, τώρα στάχτη να γίνουν.
Νόμισε εκείνο που πρωτολάλησε την αιωνιότητα
Πώς τώρα πίσω την καλούσε.
Γιατί κι αν η αγάπη μάτι αράχνης έχει
που κάθε είδους πόνο εντοπίζει για κάθε νεύρο που κεντρίζει
— Ω, ενώ το πάθος όλο μες στο βλέμμα εδράζει—
Και τον ερωτευμένο ανήλεα δοκιμάζει
Με πλήγματα Σύμπτωσης κι Επιλογής.
Μα σαν το φονικό αυτό πια τελειώσει,
Ίσως το νυφικό κρεβάτι απόγνωση βιώσει,
Γιατί καθένας απ' τους δυο εικόνα φέρει ονειρεμένη
Ώσπου βρίσκει εκεί εικόνα αληθινή.
Μα ο κόσμος τελειώνει σαν τούτα τα δυο,
μολονότι διάφορα, μια φλόγα γίνονται
Σαν το λάδι και το φιτίλι καίγονται μαζί.
Έτσι λοιπόν και το βλογημένο χθεσινό φεγγάρι
Παρέδωσε τη Σίβα στο Σολομώντα της.”
“Κι όμως, ο κόσμος παραμένει.”
“Αν έτσι είναι να γενεί,
O μικρός σου αλέκτορας μας βρήκε τη λάθος τη στιγμή,
Αν και νόμισε πως άξιζε να λαλήσει.
Ίσως μια εικόνα παραείναι δυνατή,
Ίσως πάλι να μην είναι τόσο δύνατη”.
“Έπεσαν οι σκιές της νύχτας, νεκρική σιγή
Μες στον απαγορευμένον ιερό οπωρώνα,
Μόνο κανά ανθοπέταλο κάπου κάπου χτυπά τη γη.
Ούτε περπατησιά ανθρώπου, ούτε φωνή,
Παρά μόνο το πατημένο χορτάρι όπου ξαπλώσαμε μαζί
Και το φεγγάρι που ολοένα και αγριεύει από στιγμή σε στιγμή...
Ω! Σολομώντα! Έλα να προσπαθήσουμε απ'την αρχή.”
Solomon and the Witch
And thus declared that Arab lady:
'Last night, where under the wild moon
On grassy mattress I had laid me,
Within my arms great Solomon,
I suddenly cried out in a strange tongue
Not his, not mine.'
Who understood
Whatever has been said, sighed, sung,
Howled, miau-d, barked, brayed, belled,
yelled, cried, crowed,
Thereon replied: 'A cockerel
Crew from a blossoming apple bough
Three hundred years before the Fall,
And never crew again till now,
And would not now but that he thought,
Chance being at one with Choice at last,
All that the brigand apple brought
And this foul world were dead at last.
He that crowed out eternity
Thought to have crowed it in again.
For though love has a spider's eye
To find out some appropriate pain –
Aye, though all passion's in the glance –
For every nerve, and tests a lover
With cruelties of Choice and Chance;
And when at last that murder's over
Maybe the bride-bed brings despair,
For each an imagined image brings
And finds a real image there;
Yet the world ends when these two things,
Though several, are a single light,
When oil and wick are burned in one;
Therefore a blessed moon last night
Gave Sheba to her Solomon.'
'Yet the world stays.'
'If that be so,
Your cockerel found us in the wrong
Although he thought it worth a crow.
Maybe an image is too strong
Or maybe is not strong enough.'
'The night has fallen; not a sound
In the forbidden sacred grove
Unless a petal hit the ground,
Nor any human sight within it
But the crushed grass where we have lain;
And the moon is wilder every minute.
O! Solomon! let us try again.'
Ο Σολομώντας και η Μάγισσα
(από τη συλλογή Ο Μάικλ Ρομπάρτες και η Χορεύτρια [1921])
Και τότε η Κυρά από την Αραβία τάυτα ανήγειλε:
“Έψες τη νύχτα, σαν κάτω απ' τ' άγριο το φέγγάρι
Πάνω σε στρώμα από χορτάρι ξάπλωσα
Και πήρα στην αγκαλιά μου τον Μέγα Σολομώντα,
Ξάφνου σε γλώσσα παράξενη λάλησα,
Ούτε δική μου, μα ούτε και δική του.”
Κείνος που κατάλαβε
Καθέναν που μίλησε, στέναξε, τραγούδησε,
Αλύχτησε, γαύγισε, νιαούρισε,
Γκάριξε, έκρωξε, κουδούνισε,
Φώναξε κι έκλαψε, κραύγασε κι υλάκτησε,
Αυτός και αποκρίθηκε:
“Μικρός αλέκτωρ λάλησε πάνω στο κλωνάρι μηλιάς μεστής απ' άνθη
Τριακόσια χρόνια πριν από την Πτώση.
Κι από τότε δεν ξαναλάλησε, ίσαμε τώρα,
Και δεν θα λαλούσε αν δεν πίστευε πως ηρθ' η ώρα
Πια σε ολότητα να έλθουν Σύμπτωση κι Επιλογή,
Κι όλα όσα έφερε η μηλιά η ληστρική
Μα και τούτος ο σάπιος κόσμος, τώρα στάχτη να γίνουν.
Νόμισε εκείνο που πρωτολάλησε την αιωνιότητα
Πώς τώρα πίσω την καλούσε.
Γιατί κι αν η αγάπη μάτι αράχνης έχει
που κάθε είδους πόνο εντοπίζει για κάθε νεύρο που κεντρίζει
— Ω, ενώ το πάθος όλο μες στο βλέμμα εδράζει—
Και τον ερωτευμένο ανήλεα δοκιμάζει
Με πλήγματα Σύμπτωσης κι Επιλογής.
Μα σαν το φονικό αυτό πια τελειώσει,
Ίσως το νυφικό κρεβάτι απόγνωση βιώσει,
Γιατί καθένας απ' τους δυο εικόνα φέρει ονειρεμένη
Ώσπου βρίσκει εκεί εικόνα αληθινή.
Μα ο κόσμος τελειώνει σαν τούτα τα δυο,
μολονότι διάφορα, μια φλόγα γίνονται
Σαν το λάδι και το φιτίλι καίγονται μαζί.
Έτσι λοιπόν και το βλογημένο χθεσινό φεγγάρι
Παρέδωσε τη Σίβα στο Σολομώντα της.”
“Κι όμως, ο κόσμος παραμένει.”
“Αν έτσι είναι να γενεί,
O μικρός σου αλέκτορας μας βρήκε τη λάθος τη στιγμή,
Αν και νόμισε πως άξιζε να λαλήσει.
Ίσως μια εικόνα παραείναι δυνατή,
Ίσως πάλι να μην είναι τόσο δύνατη”.
“Έπεσαν οι σκιές της νύχτας, νεκρική σιγή
Μες στον απαγορευμένον ιερό οπωρώνα,
Μόνο κανά ανθοπέταλο κάπου κάπου χτυπά τη γη.
Ούτε περπατησιά ανθρώπου, ούτε φωνή,
Παρά μόνο το πατημένο χορτάρι όπου ξαπλώσαμε μαζί
Και το φεγγάρι που ολοένα και αγριεύει από στιγμή σε στιγμή...
Ω! Σολομώντα! Έλα να προσπαθήσουμε απ'την αρχή.”